- αλλογνοώ
- ἀλλογνοῶ (-έω) (Α)1. θεωρώ κάτι ως κάτι άλλο, παραγνωρίζω2. γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -γνοῶ (-έω) < θ. γνω-, < ἔγνων τού ρ. γιγνώσκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek